Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paramèdico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈmɛdiko]

παραὶατρικό προσωπικό

paramèdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paraˈmɛdiko]

παραὶατρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paramecio paramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paralume (ουσ αρσ )
paramagnetico (επίθ.)
paramagnetismo (ουσ αρσ )
paramano (ουσ αρσ )
paramecio (ουσ αρσ )
paramedico (ουσ αρσ )
paramedico (επίθ.)
paramento (ουσ αρσ )
parametrico (επίθ.)
parametrio (ουσ αρσ )
parametrite (θηλ.ουσ)
parametrizzare (ρ. μτβ.)
parametrizzazione (θηλ.ουσ)
parametro (ουσ αρσ )
paramezzale (ουσ αρσ )
paramilitare (επίθ.)
paramilitarismo (ουσ αρσ )
paramine (ουσ αρσ )
paramnesia (θηλ.ουσ)
paramontura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---