Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraplègico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈplɛʤiko]

παραπληγικός ασθενής

paraplègico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paraˈplɛʤiko]

παραπληγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paraplegia parapodio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parapalle (ουσ αρσ )
parapetto (ουσ αρσ )
parapiglia (ουσ αρσ )
parapioggia (ουσ αρσ )
paraplegia (θηλ.ουσ)
paraplegico (ουσ αρσ )
paraplegico (επίθ.)
parapodio (ουσ αρσ )
parapolitico (επίθ.)
parapolvere (ουσ αρσ )
paraprofessionale (επίθ.)
parapsichico (επίθ.)
parapsicologia (θηλ.ουσ)
parapsicologico (επίθ.)
parare (ρ. μτβ.)
pararsi (ρ.μ. (αντων.))
parareligioso (επίθ.)
parasanga (θηλ.ουσ)
parascenio (ουσ αρσ )
parasceve (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---