Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

offèrta (θηλ.ουσ) ofiofago (ουσ αρσ )
offertòrio (ουσ αρσ ) ofiolatrìa (θηλ.ουσ)
offésa (θηλ.ουσ) ofiologìa (θηλ.ουσ)
offéso (αρσ. επίθ και ουσ) ofisàuro (ουσ αρσ )
office (ουσ αρσ ) ofìte (θηλ.ουσ)
officiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) oftalmìa (θηλ.ουσ)
officiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) oftàlmico (επίθ.)
officìna (θηλ.ουσ) oftalmìte (θηλ.ουσ)
officinàle (επίθ.) oftalmologìa (θηλ.ουσ)
offìcio (ουσ αρσ ) oftalmològico (επίθ.)
officiosità (θηλ.ουσ) oftalmòlogo (ουσ αρσ )
officióso (επίθ.) oftalmometrìa (θηλ.ουσ)
offrìre (ρ. μτβ.) oftalmòmetro (ουσ αρσ )
offrirsi (ρ.μ. (αντων.)) oftalmoscopìa (θηλ.ουσ)
offset (αρσ. επίθ και ουσ) oftalmoscòpico (επίθ.)
off–shore, offshore (αρσ. επίθ και ουσ) oftalmoscòpio (ουσ αρσ )
offuscaménto (ουσ αρσ ) oftalmòstato (ουσ αρσ )
offuscàre (ρ. μτβ.) oftalmotomìa (θηλ.ουσ)
offuscarsi (ρ.μ. (αντων.)) oggettivaménte (επίρ.)
offuscàto (επίθ.) oggettivàre (ρ. μτβ.)
offuscatóre (ουσ αρσ ) oggettivazióne (θηλ.ουσ)
offuscatóre (επίθ.) oggettivìsmo (ουσ αρσ )
oficlèide (ουσ αρσ ) oggettivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ofìdi (ουσ αρσ πληθ.) oggettivìstico (επίθ.)
ofidìsmo (ουσ αρσ ) oggettività (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: