Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nuòva (θηλ.ουσ) nùvolo (επίθ.)
Nuòva Guinèa (κύρ.όν. θηλ.) nuvolosità (θηλ.ουσ)
Nuòva Inghiltèrra (κύρ.όν. θηλ.) nuvolóso (επίθ.)
nuovaménte (επίρ.) nuziàle (επίθ.)
Nuòva Scòzia (κύρ.όν. θηλ.) nuzialità (θηλ.ουσ)
Nuòva Yòrk (κύρ.όν. θηλ.) nylon (ουσ αρσ )
Nuòva Zelànda (κύρ.όν. θηλ.) ó (σύνδ.)
nuòvo (ουσ αρσ ) ó (επιφ.)
nuòvo (επίθ.) òasi (θηλ.ουσ)
Nuòvo Mèssico (κύρ.όν. αρσ.) obbedìre (ρ.αμτβ.)
nutazióne (θηλ.ουσ) obbiettàre (ρ. μτβ.)
nùtria (θηλ.ουσ) obbligànte (επίθ.)
nutrìce (θηλ.ουσ) obbligàre (ρ. μτβ.)
nutriènte (αρσ. επίθ και ουσ) obbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
nutriménto (ουσ αρσ ) obbligataménte (επίρ.)
nutrìre (ρ. μτβ.) obbligatàrio (ουσ αρσ )
nutritìvo (επίθ.) obbligàto (ουσ αρσ )
nutrìto (επίθ.) obbligàto (επίθ.)
nutritóre (αρσ. επίθ και ουσ) obbligatorietà (θηλ.ουσ)
nutrizionàle (επίθ.) obbligatòrio (επίθ.)
nutrizióne (θηλ.ουσ) obbligazionàrio (επίθ.)
nutrizionìsta (ουσ αρσ και θηλ.) obbligazióne (θηλ.ουσ)
nùvola (θηλ.ουσ) obbligazionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nuvolàglia (θηλ.ουσ) òbbligo (ουσ αρσ )
nùvolo (ουσ αρσ ) obbròbrio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: