Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

matusalèmme (ουσ αρσ ) mazzière (ουσ αρσ )
mauriziàno (επίθ.) màzzo (ουσ αρσ )
Maurìzio (κύρ.όν. αρσ.) mazzòcchio (ουσ αρσ )
màuro (αρσ. επίθ και ουσ) mazzolàre (ρ. μτβ.)
mausolèo (ουσ αρσ ) mazzolìno (ουσ αρσ )
màxi (θηλ.ουσ) mazzuòla (θηλ.ουσ)
màxi (επίθ.) mazzuòlo (ουσ αρσ )
maxicappòtto (ουσ αρσ ) (προσωπ. αντων.)
maxigònna (θηλ.ουσ) mea culpa (ουσ αρσ )
maxillofacciàle (επίθ.) meàndro (ουσ αρσ )
màximum (ουσ αρσ ) meàto (ουσ αρσ )
màxwell (ουσ αρσ ) mécca (θηλ.ουσ)
màya (ουσ αρσ και θηλ.) meccànica (θηλ.ουσ)
màya (επίθ.) meccanicaménte (επίρ.)
mazdàico (αρσ. επίθ και ουσ) meccanicìsmo (ουσ αρσ )
mazdaìsmo (ουσ αρσ ) meccanicìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mazùrca (θηλ.ουσ) meccanicìstico (επίθ.)
màzza (θηλ.ουσ) meccànico (ουσ αρσ )
mazzacavàllo (ουσ αρσ ) meccànico (επίθ.)
mazzafrùsto (ουσ αρσ ) meccanìsmo (ουσ αρσ )
mazzapìcchio (ουσ αρσ ) meccanizzàre (ρ. μτβ.)
mazzàta (θηλ.ουσ) meccanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mazzerànga (θηλ.ουσ) meccanizzàto (επίθ.)
mazzétta (θηλ.ουσ) meccanizzazióne (θηλ.ουσ)
mazzétto (ουσ αρσ ) meccàno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: