Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

encefàlico (επίθ.) endemicità (θηλ.ουσ)
encefalìte (θηλ.ουσ) endèmico (επίθ.)
encefalìtico (αρσ. επίθ και ουσ) endìadi (θηλ.ουσ)
encèfalo (ουσ αρσ ) éndice (ουσ αρσ )
encefalografìa (θηλ.ουσ) endocàrdico (επίθ.)
encefalòide (επίθ.) endocàrdio (ουσ αρσ )
encìclica (θηλ.ουσ) endocardìte (θηλ.ουσ)
encìclico (επίθ.) endocàrpo (ουσ αρσ )
enciclopedìa (θηλ.ουσ) endocellulàre (επίθ.)
enciclopèdico (αρσ. επίθ και ουσ) endocrànico (επίθ.)
enciclopedìsmo (ουσ αρσ ) endocrànio (ουσ αρσ )
enciclopedìsta (ουσ αρσ και θηλ.) endòcrino (επίθ.)
enclave (θηλ.ουσ) endocrinologìa (θηλ.ουσ)
ènclisi (θηλ.ουσ) endocrinòlogo (ουσ αρσ )
enclìtica (θηλ.ουσ) endodèrma (ουσ αρσ )
enclìtico (επίθ.) endogamìa (θηλ.ουσ)
encomiàbile (επίθ.) endògamo (επίθ.)
encomiàre (ρ. μτβ.) endogènesi (θηλ.ουσ)
encomiàstico (επίθ.) endògeno (επίθ.)
encomiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) endolìnfa (θηλ.ουσ)
encòmio (ουσ αρσ ) endomètrio (ουσ αρσ )
endecàgono (ουσ αρσ ) endometrìte (θηλ.ουσ)
endecasìllabo (ουσ αρσ ) endomorfìsmo (ουσ αρσ )
endecasìllabo (επίθ.) endomuscolàre (επίθ.)
endemìa (θηλ.ουσ) endoparassìta (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: