Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

endoplàsma (ουσ αρσ ) enfiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
endoreattóre (ουσ αρσ ) enfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
endorèico (επίθ.) énfio (επίθ.)
endoschèletro (ουσ αρσ ) enfisèma (ουσ αρσ )
endoscopìa (θηλ.ουσ) enfisematóso (αρσ. επίθ και ουσ)
endoscòpico (επίθ.) enfitèusi (θηλ.ουσ)
endoscòpio (ουσ αρσ ) enfitèutico (επίθ.)
endosmòmetro (ουσ αρσ ) engagé (επίθ.)
endosmòsi (θηλ.ουσ) enìgma (ουσ αρσ )
endòstio (ουσ αρσ ) enigmàtico (επίθ.)
endoteliàle (επίθ.) enigmìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
endotèlio (ουσ αρσ ) enigmìstica (θηλ.ουσ)
endotèrmico (επίθ.) enigmìstico (επίθ.)
endovenósa (θηλ.ουσ) ennàgono (ουσ αρσ )
endovenóso (επίθ.) ennèsimo (επίθ.)
Enèide (κύρ.όν. θηλ.) enocianìna (θηλ.ουσ)
energètico (αρσ. επίθ και ουσ) enòfilo (ουσ αρσ )
energìa (θηλ.ουσ) enòfilo (επίθ.)
enèrgico (επίθ.) enologìa (θηλ.ουσ)
energùmeno (ουσ αρσ ) enològico (επίθ.)
enervàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) enòlogo (ουσ αρσ )
ènfasi (θηλ.ουσ) enòmetro (ουσ αρσ )
enfàtico (επίθ.) enopòlio (ουσ αρσ )
enfatizzàre (ρ. μτβ.) enórme, enòrme (επίθ.)
enfiagióne (θηλ.ουσ) enormeménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: