Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

costrittìvo (επίθ.) cótica (θηλ.ουσ)
costrizióne (θηλ.ουσ) còtile (θηλ.ουσ)
costruìbile (επίθ.) cotiledonàre (επίθ.)
costruìre (ρ. μτβ.) cotilèdone (ουσ αρσ )
costruttivamente (επίρ.) cotillon (ουσ αρσ )
costruttìvo (επίθ.) cotógna (θηλ.ουσ)
costrùtto (αρσ. επίθ και ουσ) cotognàta (θηλ.ουσ)
costruttóre (ουσ αρσ ) cotógno (ουσ αρσ )
costruttóre (επίθ.) cotolétta (θηλ.ουσ)
costruzióne (θηλ.ουσ) cotonàceo (επίθ.)
costùi (δεικτ. αντων.) cotonàto (ουσ αρσ )
costumànza (θηλ.ουσ) cotonàto (επίθ.)
costumàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cotóne (ουσ αρσ )
costumatézza (θηλ.ουσ) cotonerìe (θηλ. ουσ πληθ.)
costumàto (επίθ.) cotonicoltóre (ουσ αρσ )
costùme (ουσ αρσ ) cotonicoltùra (θηλ.ουσ)
costumìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cotonière (ουσ αρσ )
costùra (θηλ.ουσ) cotonièro (επίθ.)
cotàle (επίθ.) cotonifìcio (ουσ αρσ )
cotangènte (θηλ.ουσ) cotonìna (θηλ.ουσ)
cotànto (επίθ.) cotonóso (επίθ.)
cóte, còte (θηλ.ουσ) còtta (θηλ.ουσ)
cotechìno (ουσ αρσ ) còttile (επίθ.)
coténna (θηλ.ουσ) cottimìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cotennóso (επίθ.) còttimo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: