Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consòrzio (ουσ αρσ ) consumatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
constàre (ρ.αμτβ.) consumazióne (θηλ.ουσ)
constatàre (ρ. μτβ.) consumìsmo (ουσ αρσ )
constatazióne (θηλ.ουσ) consumìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consuèto (αρσ. επίθ και ουσ) consumìstico (επίθ.)
consuetudinàrio (επίθ.) consùmo (ουσ αρσ )
consuetùdine (θηλ.ουσ) consuntìvo (ουσ αρσ )
consulènte (ουσ αρσ και θηλ.) consuntìvo (επίθ.)
consulènte (επίθ.) consùnto (επίθ.)
consulènza (θηλ.ουσ) consunzióne (θηλ.ουσ)
consùlta (θηλ.ουσ) consuòcera (θηλ.ουσ)
consultàbile (επίθ.) consuòcero (ουσ αρσ )
consultàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) consustanziàle (επίθ.)
consultàrsi (ρ. μ. αμτβ.) consustanzialità (θηλ.ουσ)
consultatóre (ουσ αρσ ) consustanziazióne (θηλ.ουσ)
consultazióne (θηλ.ουσ) contàbile (ουσ αρσ )
consultìvo (επίθ.) contàbile (επίθ.)
consùlto (ουσ αρσ ) contabilità (θηλ.ουσ)
consultóre (ουσ αρσ ) contabilizzàre (ρ. μτβ.)
consultòrio (ουσ αρσ ) contachilòmetri (ουσ αρσ )
consultòrio (επίθ.) contadìna (θηλ.ουσ)
consumàbile (επίθ.) contadinàme (ουσ αρσ )
consumàre (ρ. μτβ.) contadinésco (επίθ.)
consumàrsi (ρ. μ. αμτβ.) contadìno (ουσ αρσ )
consumàto (επίθ.) contadìno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: