Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consumìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsuˈmizmo]

1 προστασία καταναλωτή
2 καταναλωτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consumazione consumista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consumare (ρ. μτβ.)
consumarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consumato (επίθ.)
consumatore (αρσ. επίθ και ουσ)
consumazione (θηλ.ουσ)
consumismo (ουσ αρσ )
consumista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consumistico (επίθ.)
consumo (ουσ αρσ )
consuntivo (ουσ αρσ )
consuntivo (επίθ.)
consunto (επίθ.)
consunzione (θηλ.ουσ)
consuocera (θηλ.ουσ)
consuocero (ουσ αρσ )
consustanziale (επίθ.)
consustanzialità (θηλ.ουσ)
consustanziazione (θηλ.ουσ)
contabile (ουσ αρσ )
contabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---