ItalianoGreco


consuntìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsunˈtivo]

1 αποτίμηση
2 ολικό άθροισμα
3 τελικός ισολογισμός

consuntìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsunˈtivo]

1 αποφασιστικός
2 οριστικός
3 τελικός
4 τελεσίδικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---