Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consuntìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsunˈtivo]

1 αποτίμηση
2 ολικό άθροισμα
3 τελικός ισολογισμός

consuntìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsunˈtivo]

1 αποφασιστικός
2 οριστικός
3 τελικός
4 τελεσίδικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consumo consunto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consumazione (θηλ.ουσ)
consumismo (ουσ αρσ )
consumista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consumistico (επίθ.)
consumo (ουσ αρσ )
consuntivo (ουσ αρσ )
consuntivo (επίθ.)
consunto (επίθ.)
consunzione (θηλ.ουσ)
consuocera (θηλ.ουσ)
consuocero (ουσ αρσ )
consustanziale (επίθ.)
consustanzialità (θηλ.ουσ)
consustanziazione (θηλ.ουσ)
contabile (ουσ αρσ )
contabile (επίθ.)
contabilità (θηλ.ουσ)
contabilizzare (ρ. μτβ.)
contachilometri (ουσ αρσ )
contadina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---