Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtabile]

Λογιστής

contàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtabile]

λογιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consustanziazione contabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consuocera (θηλ.ουσ)
consuocero (ουσ αρσ )
consustanziale (επίθ.)
consustanzialità (θηλ.ουσ)
consustanziazione (θηλ.ουσ)
contabile (ουσ αρσ )
contabile (επίθ.)
contabilità (θηλ.ουσ)
contabilizzare (ρ. μτβ.)
contachilometri (ουσ αρσ )
contadina (θηλ.ουσ)
contadiname (ουσ αρσ )
contadinesco (επίθ.)
contadino (ουσ αρσ )
contadino (επίθ.)
contadinotto (ουσ αρσ )
contado (ουσ αρσ )
contafilm (ουσ αρσ )
contafotogrammi (ουσ αρσ )
contafrottole (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---