Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contàdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtado]

1 ύπαιθρος
2 εξοχικό προάστιο
3 εξοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contadinotto contafilm  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contadiname (ουσ αρσ )
contadinesco (επίθ.)
contadino (ουσ αρσ )
contadino (επίθ.)
contadinotto (ουσ αρσ )
contado (ουσ αρσ )
contafilm (ουσ αρσ )
contafotogrammi (ουσ αρσ )
contafrottole (ουσ αρσ και θηλ.)
contagiare (ρ. μτβ.)
contagiarsi (ρ.μ. (αντων.))
contagio (ουσ αρσ )
contagiosità (θηλ.ουσ)
contagioso (επίθ.)
contagiri (ουσ αρσ )
contagocce (ουσ αρσ )
container (ουσ αρσ )
containerizzare (ρ. μτβ.)
containerizzazione (θηλ.ουσ)
contaminabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---