Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtaʤo]

1 επίδραση που διαδίδεται
2 επιρροή που διαδίδεται γρήγορα
3 μεταδοτική ασθένεια
4 μόλυνση
5 μετάδοση ασθένειας με επαφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contagiarsi contagiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contafilm (ουσ αρσ )
contafotogrammi (ουσ αρσ )
contafrottole (ουσ αρσ και θηλ.)
contagiare (ρ. μτβ.)
contagiarsi (ρ.μ. (αντων.))
contagio (ουσ αρσ )
contagiosità (θηλ.ουσ)
contagioso (επίθ.)
contagiri (ουσ αρσ )
contagocce (ουσ αρσ )
container (ουσ αρσ )
containerizzare (ρ. μτβ.)
containerizzazione (θηλ.ουσ)
contaminabile (επίθ.)
contaminare (ρ. μτβ.)
contaminarsi (ρ.μ. (αντων.))
contaminatore (ουσ αρσ )
contaminatore (επίθ.)
contaminazione (θηλ.ουσ)
contaminuti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---