Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contaminatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontaminaˈtore]

1 διαφθορέας
2 αυτός που μολύνει

contaminatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontaminaˈtore]

μολυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contaminarsi contaminazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

containerizzare (ρ. μτβ.)
containerizzazione (θηλ.ουσ)
contaminabile (επίθ.)
contaminare (ρ. μτβ.)
contaminarsi (ρ.μ. (αντων.))
contaminatore (ουσ αρσ )
contaminatore (επίθ.)
contaminazione (θηλ.ουσ)
contaminuti (ουσ αρσ )
contante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contapassi (ουσ αρσ )
contare (ρ.αμτβ.)
contare (ρ. μτβ.)
contarighe (ουσ αρσ )
contasecondi (ουσ αρσ )
contata (θηλ.ουσ)
contatempo (ουσ αρσ )
contatore (ουσ αρσ )
contatorista (ουσ αρσ και θηλ.)
contattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---