Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontaminatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontaminaˈtore] 1 διαφθορέας 2 αυτός που μολύνει contaminatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kontaminaˈtore] μολυντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |