Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtante]

μετρητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contaminuti contapassi  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagamento [αρσ.] in contanti = η πληρωμή σε μετρητά || pagare in contanti = πληρώνω σε μετρητά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contaminarsi (ρ.μ. (αντων.))
contaminatore (ουσ αρσ )
contaminatore (επίθ.)
contaminazione (θηλ.ουσ)
contaminuti (ουσ αρσ )
contante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contapassi (ουσ αρσ )
contare (ρ.αμτβ.)
contare (ρ. μτβ.)
contarighe (ουσ αρσ )
contasecondi (ουσ αρσ )
contata (θηλ.ουσ)
contatempo (ουσ αρσ )
contatore (ουσ αρσ )
contatorista (ουσ αρσ και θηλ.)
contattare (ρ. μτβ.)
contatto (ουσ αρσ )
contattore (ουσ αρσ )
conte (ουσ αρσ )
contea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---