Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konˈtare] (essere importante) μετρώ contàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konˈtare] 1 (numeri) μετρώ 2 (calcolare) λογαριάζω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcontare su qualcuno = υπολογίζω σε κανέναν Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |