Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontagióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kontaˈʤoso], [kontaˈʤozo] μολυσματικός (-ή, -ό), μεταδοτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |