Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

càldo (ουσ αρσ ) calicò (ουσ αρσ )
càldo (επίθ.) califfàto (ουσ αρσ )
caldùra (θηλ.ουσ) calìffo (ουσ αρσ )
calefazióne (θηλ.ουσ) californiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
caleidoscòpio (ουσ αρσ ) califòrnio (ουσ αρσ )
calendàrio (ουσ αρσ ) calìgine (θηλ.ουσ)
calènde (θηλ.ουσ) caliginóso (επίθ.)
calendimàggio (ουσ αρσ ) calìpso (ουσ αρσ )
calèndola (θηλ.ουσ) càlla (θηλ.ουσ)
calepìno (ουσ αρσ ) càlle (ουσ αρσ και θηλ.)
calére (ρ.αμτβ.) càllido (επίθ.)
calèsse (ουσ αρσ ) calligrafìa (θηλ.ουσ)
calessìno (ουσ αρσ ) calligràfico (επίθ.)
calétta (θηλ.ουσ) callìgrafo (ουσ αρσ )
calettaménto (ουσ αρσ ) callìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
calettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) càllo (ουσ αρσ )
calettatùra (θηλ.ουσ) callosità (θηλ.ουσ)
calìa (θηλ.ουσ) callóso (επίθ.)
calibràre (ρ. μτβ.) càlma (θηλ.ουσ)
calibratóio (ουσ αρσ ) calmànte (ουσ αρσ )
calibratóre (ουσ αρσ ) calmàre (ρ. μτβ.)
calibratùra (θηλ.ουσ) calmàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
càlibro (ουσ αρσ ) calmieràre (ρ. μτβ.)
càlice (ουσ αρσ ) calmière (ουσ αρσ )
calicétto (ουσ αρσ ) càlmo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: