Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calmière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈmjɛre]

1 επίσημο δελτίο τιμών
2 τιμή οροφής (που μπαίνει από τις αρχές)
3 διατίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calmierare calmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calma (θηλ.ουσ)
calmante (ουσ αρσ )
calmare (ρ. μτβ.)
calmarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calmierare (ρ. μτβ.)
calmiere (ουσ αρσ )
calmo (επίθ.)
calmucco (αρσ. επίθ και ουσ)
calo (ουσ αρσ )
calomelano (ουσ αρσ )
calore (ουσ αρσ )
caloria (θηλ.ουσ)
calorico (επίθ.)
calorifero (ουσ αρσ )
calorifico (επίθ.)
calorimetria (θηλ.ουσ)
calorimetrico (επίθ.)
calorimetro (ουσ αρσ )
calorosamente (επίρ.)
calorosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---