Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalomelàno, calomèlano
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kalomeˈlano], [kaloˈmɛlano] καλομέλας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |