Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caloróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaloˈroso], [kaloˈrozo]

εγκάρδιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calorosità caloscia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calorimetria (θηλ.ουσ)
calorimetrico (επίθ.)
calorimetro (ουσ αρσ )
calorosamente (επίρ.)
calorosità (θηλ.ουσ)
caloroso (επίθ.)
caloscia (θηλ.ουσ)
calotta (θηλ.ουσ)
calpestare (ρ. μτβ.)
calpestatura (θηλ.ουσ)
calpestio (ουσ αρσ )
calta (θηλ.ουσ)
caluggine (θηλ.ουσ)
calumare (ρ. μτβ.)
calumarsi (ρ.μ. (αντων.))
calumet (ουσ αρσ )
calunnia (θηλ.ουσ)
calunniare (ρ. μτβ.)
calunniatore (αρσ. επίθ και ουσ)
calunnioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---