Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkalta]

καλεντούλα (φυτό) Calendula officinalis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calpestio caluggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caloscia (θηλ.ουσ)
calotta (θηλ.ουσ)
calpestare (ρ. μτβ.)
calpestatura (θηλ.ουσ)
calpestio (ουσ αρσ )
calta (θηλ.ουσ)
caluggine (θηλ.ουσ)
calumare (ρ. μτβ.)
calumarsi (ρ.μ. (αντων.))
calumet (ουσ αρσ )
calunnia (θηλ.ουσ)
calunniare (ρ. μτβ.)
calunniatore (αρσ. επίθ και ουσ)
calunnioso (επίθ.)
calura (θηλ.ουσ)
calutrone (ουσ αρσ )
calvario (ουσ αρσ )
calvinismo (ουσ αρσ )
calvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
calvinistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---