Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calunnióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kalunˈnjoso], [kalunˈnjozo]

calunnioso (a)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calunniatore calura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calumarsi (ρ.μ. (αντων.))
calumet (ουσ αρσ )
calunnia (θηλ.ουσ)
calunniare (ρ. μτβ.)
calunniatore (αρσ. επίθ και ουσ)
calunnioso (επίθ.)
calura (θηλ.ουσ)
calutrone (ουσ αρσ )
calvario (ουσ αρσ )
calvinismo (ουσ αρσ )
calvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
calvinistico (επίθ.)
calvizie (θηλ.ουσ)
calvo (αρσ. επίθ και ουσ)
calza (θηλ.ουσ)
calzaiolo (ουσ αρσ )
calzaiuolo (ουσ αρσ )
calzamaglia (θηλ.ουσ)
calzante (ουσ αρσ )
calzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---