Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càlza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaltsa]

η κάλτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calvo calzaiolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un paio [αρσ.] di calze = ένα ζευγάρι κάλτσες


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calvinismo (ουσ αρσ )
calvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
calvinistico (επίθ.)
calvizie (θηλ.ουσ)
calvo (αρσ. επίθ και ουσ)
calza (θηλ.ουσ)
calzaiolo (ουσ αρσ )
calzaiuolo (ουσ αρσ )
calzamaglia (θηλ.ουσ)
calzante (ουσ αρσ )
calzante (επίθ.)
calzare (ουσ αρσ )
calzare (ρ.αμτβ.)
calzare (ρ. μτβ.)
calzascarpe (ουσ αρσ )
calzatoia (θηλ.ουσ)
calzatoio (ουσ αρσ )
calzatura (θηλ.ουσ)
calzaturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
calzaturiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---