Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàlza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkaltsa] η κάλτσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαun paio [αρσ.] di calze = ένα ζευγάρι κάλτσες Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |