Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calzaturièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaltsatuˈrjɛro]

εργάτης σε εργοστάσιο υποδημάτων

calzaturièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaltsatuˈrjɛro]

ο των υποδημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calzaturiere calzaturificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calzascarpe (ουσ αρσ )
calzatoia (θηλ.ουσ)
calzatoio (ουσ αρσ )
calzatura (θηλ.ουσ)
calzaturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
calzaturiero (ουσ αρσ )
calzaturiero (επίθ.)
calzaturificio (ουσ αρσ )
calzerotto (ουσ αρσ )
calzetta (θηλ.ουσ)
calzettaio (ουσ αρσ )
calzetteria (θηλ.ουσ)
calzettone (ουσ αρσ )
calzificio (ουσ αρσ )
calzino (ουσ αρσ )
calzolaio (ουσ αρσ )
calzoleria (θηλ.ουσ)
calzoncini (ουσ αρσ πληθ.)
calzone (ουσ αρσ )
calzuolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---