Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calzettàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaltsetˈtajo]

1 καλτσοποιός
2 πωλητής καλτσών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calzetta calzetteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calzaturiero (ουσ αρσ )
calzaturiero (επίθ.)
calzaturificio (ουσ αρσ )
calzerotto (ουσ αρσ )
calzetta (θηλ.ουσ)
calzettaio (ουσ αρσ )
calzetteria (θηλ.ουσ)
calzettone (ουσ αρσ )
calzificio (ουσ αρσ )
calzino (ουσ αρσ )
calzolaio (ουσ αρσ )
calzoleria (θηλ.ουσ)
calzoncini (ουσ αρσ πληθ.)
calzone (ουσ αρσ )
calzuolo (ουσ αρσ )
camaleonte (ουσ αρσ )
camaleontico (επίθ.)
camaleontismo (ουσ αρσ )
camarilla (θηλ.ουσ)
cambiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---