Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calzànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈtsante]

κόκαλο παπουτσιών

calzànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kalˈtsante]

1 κατάλληλος
2 έτοιμος
3 αρμόζων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calzamaglia calzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calvo (αρσ. επίθ και ουσ)
calza (θηλ.ουσ)
calzaiolo (ουσ αρσ )
calzaiuolo (ουσ αρσ )
calzamaglia (θηλ.ουσ)
calzante (ουσ αρσ )
calzante (επίθ.)
calzare (ουσ αρσ )
calzare (ρ.αμτβ.)
calzare (ρ. μτβ.)
calzascarpe (ουσ αρσ )
calzatoia (θηλ.ουσ)
calzatoio (ουσ αρσ )
calzatura (θηλ.ουσ)
calzaturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
calzaturiero (ουσ αρσ )
calzaturiero (επίθ.)
calzaturificio (ουσ αρσ )
calzerotto (ουσ αρσ )
calzetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---