calpestìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kalpesˈtio]
1 μαζική φυγή πλήθους
2 πανικόβλητη φυγή ζώων
3 καταπάτηση
4 συρτό βήμα χορού
5 πανικός
6 τσλαπάτημα
7 ποδοπάτημα
8 φευγιό
9 ποδοβολητό
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kalpesˈtio]
1 μαζική φυγή πλήθους
2 πανικόβλητη φυγή ζώων
3 καταπάτηση
4 συρτό βήμα χορού
5 πανικός
6 τσλαπάτημα
7 ποδοπάτημα
8 φευγιό
9 ποδοβολητό
permalink
calpestio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android