Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calorimètrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaloriˈmɛtriko]

θερμιδομετρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calorimetria calorimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caloria (θηλ.ουσ)
calorico (επίθ.)
calorifero (ουσ αρσ )
calorifico (επίθ.)
calorimetria (θηλ.ουσ)
calorimetrico (επίθ.)
calorimetro (ουσ αρσ )
calorosamente (επίρ.)
calorosità (θηλ.ουσ)
caloroso (επίθ.)
caloscia (θηλ.ουσ)
calotta (θηλ.ουσ)
calpestare (ρ. μτβ.)
calpestatura (θηλ.ουσ)
calpestio (ουσ αρσ )
calta (θηλ.ουσ)
caluggine (θηλ.ουσ)
calumare (ρ. μτβ.)
calumarsi (ρ.μ. (αντων.))
calumet (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---