Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càlma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkalma]

η ησυχία, η ηρεμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calloso calmante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


con calma = με το πάσο μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calligrafo (ουσ αρσ )
callista (ουσ αρσ και θηλ.)
callo (ουσ αρσ )
callosità (θηλ.ουσ)
calloso (επίθ.)
calma (θηλ.ουσ)
calmante (ουσ αρσ )
calmare (ρ. μτβ.)
calmarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calmierare (ρ. μτβ.)
calmiere (ουσ αρσ )
calmo (επίθ.)
calmucco (αρσ. επίθ και ουσ)
calo (ουσ αρσ )
calomelano (ουσ αρσ )
calore (ουσ αρσ )
caloria (θηλ.ουσ)
calorico (επίθ.)
calorifero (ουσ αρσ )
calorifico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---