Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


callìgrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalˈligrafo]

1 καλλιγράφος
2 καλλιτέχνης που δίνει υπερβολική σημασία στις λεπτομέρειες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calligrafico callista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calla (θηλ.ουσ)
calle (ουσ αρσ και θηλ.)
callido (επίθ.)
calligrafia (θηλ.ουσ)
calligrafico (επίθ.)
calligrafo (ουσ αρσ )
callista (ουσ αρσ και θηλ.)
callo (ουσ αρσ )
callosità (θηλ.ουσ)
calloso (επίθ.)
calma (θηλ.ουσ)
calmante (ουσ αρσ )
calmare (ρ. μτβ.)
calmarsi (ρ. μ. αμτβ.)
calmierare (ρ. μτβ.)
calmiere (ουσ αρσ )
calmo (επίθ.)
calmucco (αρσ. επίθ και ουσ)
calo (ουσ αρσ )
calomelano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---