Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcallìgrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kalˈligrafo] 1 καλλιγράφος 2 καλλιτέχνης που δίνει υπερβολική σημασία στις λεπτομέρειες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |