Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈletta]

1 θηλύκωμα
2 υποδοχή ματίσματος ξύλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calessino calettamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calendola (θηλ.ουσ)
calepino (ουσ αρσ )
calere (ρ.αμτβ.)
calesse (ουσ αρσ )
calessino (ουσ αρσ )
caletta (θηλ.ουσ)
calettamento (ουσ αρσ )
calettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
calettatura (θηλ.ουσ)
calia (θηλ.ουσ)
calibrare (ρ. μτβ.)
calibratoio (ουσ αρσ )
calibratore (ουσ αρσ )
calibratura (θηλ.ουσ)
calibro (ουσ αρσ )
calice (ουσ αρσ )
calicetto (ουσ αρσ )
calicò (ουσ αρσ )
califfato (ουσ αρσ )
califfo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---