ItalianoGreco


calibràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaliˈbrare]

1 μετρώ με ακρίβεια μέγεθος
2 διακριβώνω
3 ελέγχω συνέπεια σε προδιαγραφές
4 βαθμονομώ
5 μετρώ με χρήση καλίμπρας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---