Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalibratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kalibraˈtura] 1 βαθμονομία 2 διακρίβωση 3 βαθμονόμηση 4 μέτρηση μηχανικών διαστάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |