Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calibratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalibraˈtojo]

1 καλίμπρα
2 όργανο βαθμονόμησης
3 όργανο μέτρησης
4 εργαλείο βαθμονόμησης
5 διάταξη βαθμονόμησης
6 μετρητής μηχανικών διαστάσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calibrare calibratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calettamento (ουσ αρσ )
calettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
calettatura (θηλ.ουσ)
calia (θηλ.ουσ)
calibrare (ρ. μτβ.)
calibratoio (ουσ αρσ )
calibratore (ουσ αρσ )
calibratura (θηλ.ουσ)
calibro (ουσ αρσ )
calice (ουσ αρσ )
calicetto (ουσ αρσ )
calicò (ουσ αρσ )
califfato (ουσ αρσ )
califfo (ουσ αρσ )
californiano (αρσ. επίθ και ουσ)
californio (ουσ αρσ )
caligine (θηλ.ουσ)
caliginoso (επίθ.)
calipso (ουσ αρσ )
calla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---