ItalianoGreco


calibratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalibraˈtojo]

1 καλίμπρα
2 όργανο βαθμονόμησης
3 όργανο μέτρησης
4 εργαλείο βαθμονόμησης
5 διάταξη βαθμονόμησης
6 μετρητής μηχανικών διαστάσεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---