Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kaletˈtare]

1 συνταιριάζω
2 μαζεύω σε μέγεθος (εν θερμώ)
3 κουμπώνω δύο διαφορετικά αντικείμενα
4 θηλυκώνω
5 ταιριάζω
6 αρμόζω
7 συνδέω
8 προσαρμόζω (μηχανικό αντικείμενο εν ψυχρώ)
9 ταιριάζω γάντι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calettamento calettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calere (ρ.αμτβ.)
calesse (ουσ αρσ )
calessino (ουσ αρσ )
caletta (θηλ.ουσ)
calettamento (ουσ αρσ )
calettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
calettatura (θηλ.ουσ)
calia (θηλ.ουσ)
calibrare (ρ. μτβ.)
calibratoio (ουσ αρσ )
calibratore (ουσ αρσ )
calibratura (θηλ.ουσ)
calibro (ουσ αρσ )
calice (ουσ αρσ )
calicetto (ουσ αρσ )
calicò (ουσ αρσ )
califfato (ουσ αρσ )
califfo (ουσ αρσ )
californiano (αρσ. επίθ και ουσ)
californio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---