Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalicétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaliˈʧetto] 1 εξωτερικό πράσινο περίβλημα βάσης άνθους 2 κάλυκας 3 μπουμπούκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |