Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


calicétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaliˈʧetto]

1 εξωτερικό πράσινο περίβλημα βάσης άνθους
2 κάλυκας
3 μπουμπούκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  calice calicò  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calibratoio (ουσ αρσ )
calibratore (ουσ αρσ )
calibratura (θηλ.ουσ)
calibro (ουσ αρσ )
calice (ουσ αρσ )
calicetto (ουσ αρσ )
calicò (ουσ αρσ )
califfato (ουσ αρσ )
califfo (ουσ αρσ )
californiano (αρσ. επίθ και ουσ)
californio (ουσ αρσ )
caligine (θηλ.ουσ)
caliginoso (επίθ.)
calipso (ουσ αρσ )
calla (θηλ.ουσ)
calle (ουσ αρσ και θηλ.)
callido (επίθ.)
calligrafia (θηλ.ουσ)
calligrafico (επίθ.)
calligrafo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---