Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcalèndola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈlɛndola] 1 κατιφές 2 καλεντούλα (φυτό) Calendula officinalis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |