Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autosìlo (ουσ αρσ ) autovaccìno (ουσ αρσ )
autosnodàto (ουσ αρσ ) autoveìcolo (ουσ αρσ )
autossidazióne (θηλ.ουσ) autovèlox (ουσ αρσ )
autostazióne (θηλ.ουσ) autovettùra (θηλ.ουσ)
autostèllo (ουσ αρσ ) autrìce (θηλ.ουσ)
autostòp (ουσ αρσ ) autunnàle (αρσ. επίθ και ουσ)
autostoppìsta (ουσ αρσ και θηλ.) autùnno (ουσ αρσ )
autostràda (θηλ.ουσ) auxìna (θηλ.ουσ)
autostradàle (επίθ.) àva (θηλ.ουσ)
autosufficiènte (επίθ.) avallànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autosufficiènza (θηλ.ουσ) avallàre (ρ. μτβ.)
autosuggestionàbile (επίθ.) avàllo (ουσ αρσ )
autotelàio (ουσ αρσ ) avambràccio (ουσ αρσ )
autotemprànte (επίθ.) avampòrto (ουσ αρσ )
autotrapiànto (ουσ αρσ ) avampósto (ουσ αρσ )
autotrasformatóre (ουσ αρσ ) avàna (ουσ αρσ )
autotrasportato (επίθ.) avancàrica (θηλ.ουσ)
autotrasportatóre (ουσ αρσ ) avance (θηλ.ουσ)
autotraspòrto (ουσ αρσ ) avanguàrdia (θηλ.ουσ)
autotrenìsta (ουσ αρσ και θηλ.) avanguardìsmo (ουσ αρσ )
autotrèno (ουσ αρσ ) avanguardìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autotrofìa (θηλ.ουσ) avanìa (θηλ.ουσ)
autotrofìsmo (ουσ αρσ ) avannòtto (ουσ αρσ )
autòtrofo (επίθ.) avanscopèrta (θηλ.ουσ)
autotutèla (θηλ.ουσ) avanspettàcolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: