Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavance
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈvans] 1 προαγωγή 2 πρόοδος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle sue avances [θηλ. πλυθ. άκλ.] sono state respinte = έφαγε χυλόπιτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |