Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avambràccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avamˈbratʧo]

1 αντιβράχιο
2 πήχης του χεριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avallo avamporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

auxina (θηλ.ουσ)
ava (θηλ.ουσ)
avallante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avallare (ρ. μτβ.)
avallo (ουσ αρσ )
avambraccio (ουσ αρσ )
avamporto (ουσ αρσ )
avamposto (ουσ αρσ )
avana (ουσ αρσ )
avancarica (θηλ.ουσ)
avance (θηλ.ουσ)
avanguardia (θηλ.ουσ)
avanguardismo (ουσ αρσ )
avanguardista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avania (θηλ.ουσ)
avannotto (ουσ αρσ )
avanscoperta (θηλ.ουσ)
avanspettacolo (ουσ αρσ )
avanti (επίρ.)
avantieri (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---