Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avallànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [avalˈlante]

1 τριτεγγυητής
2 εγγυοδότης
3 εγγυητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ava avallare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autrice (θηλ.ουσ)
autunnale (αρσ. επίθ και ουσ)
autunno (ουσ αρσ )
auxina (θηλ.ουσ)
ava (θηλ.ουσ)
avallante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avallare (ρ. μτβ.)
avallo (ουσ αρσ )
avambraccio (ουσ αρσ )
avamporto (ουσ αρσ )
avamposto (ουσ αρσ )
avana (ουσ αρσ )
avancarica (θηλ.ουσ)
avance (θηλ.ουσ)
avanguardia (θηλ.ουσ)
avanguardismo (ουσ αρσ )
avanguardista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avania (θηλ.ουσ)
avannotto (ουσ αρσ )
avanscoperta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---