Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avannòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avanˈnɔtto]

1 βλάκας (μεταφορικά)
2 μαρίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avania avanscoperta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avance (θηλ.ουσ)
avanguardia (θηλ.ουσ)
avanguardismo (ουσ αρσ )
avanguardista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avania (θηλ.ουσ)
avannotto (ουσ αρσ )
avanscoperta (θηλ.ουσ)
avanspettacolo (ουσ αρσ )
avanti (επίρ.)
avantieri (επίρ.)
avantreno (ουσ αρσ )
avanvomere (ουσ αρσ )
avanzamento (ουσ αρσ )
avanzare (ρ.αμτβ.)
avanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avanzata (θηλ.ουσ)
avanzaticcio (ουσ αρσ )
avanzato (επίθ.)
avanzo (ουσ αρσ )
avaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---