Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avantrèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avanˈtrɛno]

1 μπροστινό τμήμα οχήματος
2 κιλλίβαντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avantieri avanvomere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avannotto (ουσ αρσ )
avanscoperta (θηλ.ουσ)
avanspettacolo (ουσ αρσ )
avanti (επίρ.)
avantieri (επίρ.)
avantreno (ουσ αρσ )
avanvomere (ουσ αρσ )
avanzamento (ουσ αρσ )
avanzare (ρ.αμτβ.)
avanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avanzata (θηλ.ουσ)
avanzaticcio (ουσ αρσ )
avanzato (επίθ.)
avanzo (ουσ αρσ )
avaria (θηλ.ουσ)
avariare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avariarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avariato (επίθ.)
avarizia (θηλ.ουσ)
avaro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---