Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avanzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avantsaˈmento]

1 προχώρημα
2 προώθηση
3 τροφοδοσία (μηχανής)
4 πρόοδος
5 προαγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avanvomere avanzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avanspettacolo (ουσ αρσ )
avanti (επίρ.)
avantieri (επίρ.)
avantreno (ουσ αρσ )
avanvomere (ουσ αρσ )
avanzamento (ουσ αρσ )
avanzare (ρ.αμτβ.)
avanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avanzata (θηλ.ουσ)
avanzaticcio (ουσ αρσ )
avanzato (επίθ.)
avanzo (ουσ αρσ )
avaria (θηλ.ουσ)
avariare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avariarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avariato (επίθ.)
avarizia (θηλ.ουσ)
avaro (επίθ.)
ave (επιφ.)
avellana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---