ItalianoGreco


avariàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avaˈrjare]

1 προκαλώ ζημιά
2 χαλώ
3 βλάπτω

avariàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avaˈrjarsi]

1 αλλοιώνομαι
2 χαλώ
3 ξεχαρβαλώνομαι
4 καταστρέφομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---