Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈvɛllo]

1 μνήμα
2 τύμβος
3 τάφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avellano avemaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avarizia (θηλ.ουσ)
avaro (επίθ.)
ave (επιφ.)
avellana (θηλ.ουσ)
avellano (επίθ.)
avello (ουσ αρσ )
avemaria (θηλ.ουσ)
avena (θηλ.ουσ)
avente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avere (ουσ αρσ )
avere (ρ. μτβ.)
averla (θηλ.ουσ)
averno (ουσ αρσ )
aviario (ουσ αρσ )
aviario (επίθ.)
aviatore (ουσ αρσ )
aviatorio (επίθ.)
aviatrice (θηλ.ουσ)
aviazione (θηλ.ουσ)
avicolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---