Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈvere]

1 περιουσία
2 το έχειν
3 (al plurale: ((averi))) αγαθά | υπάρχοντα

avére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈvere]

έχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avente averla  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


aver bisogno (necessitare) = χρειάζομαι || aver bisogno di fare qualcosa = έχω ανάγκη να κάνω κάτι || aver bisogno di qualcosa = έχω ανάγκη από κάτι || avere accesso = έχω πάσο || avere ancora molto tempo = έχω μέλλον || avere caldo = ζεσταίνομαι || avere culo = είμαι κωλόφαρδος || avere delle beghe = έχω φασαρίες, έχω τρεξίματα || avere fame = πεινώ, πεινάω || avere fifa = φοβάμαι || avere freddo = κρυώνω || avere fretta = βιάζομαι || avere i brividi = ανατριχιάζω || avere il terrore = τρομοκρατούμαι || avere la luna di traverso = έχω τα φεγγάρια μου || avere la luna storta = έχω τα φεγγάρια μου || avere la pelle d'oca = ανατριχιάζω || avere luogo = λαβαίνω χώρα, λαμβάνω χώρα || avere parlantina = έχω λέγειν || avere piacere = χαίρω || avere polso = έχω πυγμή || avere qualcosa addosso = φορώ κάτι || avere qualcosa in contrario = έχω αντίρρηση σε κάτι || avere ragione = έχω δίκιο || avere sete = διψάω || avere sonno = νυστάζω || avere un capogiro = ζαλίζομαι || avere un collasso = παθαίνω κατάπτωση || avere un debito = χρεωστώ || avere una gamba ingessata = έχω το πόδι στο γύψο || avere un'infarinatura = έχω μια επιφανειακή γνώση || avere vent'anni = είμαι είκωση χρονών || ha avuto un colpo di fortuna = του 'φεξε || non avere voglia = δεν έχω κέφι || non ha eguale = δεν έχει το ταίρι του


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avellano (επίθ.)
avello (ουσ αρσ )
avemaria (θηλ.ουσ)
avena (θηλ.ουσ)
avente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avere (ουσ αρσ )
avere (ρ. μτβ.)
averla (θηλ.ουσ)
averno (ουσ αρσ )
aviario (ουσ αρσ )
aviario (επίθ.)
aviatore (ουσ αρσ )
aviatorio (επίθ.)
aviatrice (θηλ.ουσ)
aviazione (θηλ.ουσ)
avicolo (επίθ.)
avicoltore (ουσ αρσ )
avicoltura (θηλ.ουσ)
avidità (θηλ.ουσ)
avido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---