Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avicoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avikolˈtore]

πτηνοτρόφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avicolo avicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aviatore (ουσ αρσ )
aviatorio (επίθ.)
aviatrice (θηλ.ουσ)
aviazione (θηλ.ουσ)
avicolo (επίθ.)
avicoltore (ουσ αρσ )
avicoltura (θηλ.ουσ)
avidità (θηλ.ουσ)
avido (επίθ.)
aviere (ουσ αρσ )
avifauna (θηλ.ουσ)
avio (επίθ.)
aviogetto (ουσ αρσ )
aviolanciare (ρ. μτβ.)
aviolancio (ουσ αρσ )
aviolinea (θηλ.ουσ)
avioraduno (ουσ αρσ )
aviorimessa (θηλ.ουσ)
aviotrasportare (ρ. μτβ.)
aviotrasportato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---